Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Διόδωρος Σικελιώτης: Ιστορική Βιβλιοθήκη Α'

Απόδοση στα Ελληνικά: Σελίμ Σπύρος Στανίτσας

από την 'Κλασσική Βιβλιοθήκη' Loeb, έκδοση 1933

Εισαγωγή
Για τη ζωή του Διόδωρου του Σικελού (ή Σικελιώτη, Diodorus Siculus στα Λατινικά) δεν έχουμε καμιά πληροφορία από την αρχαιότητα εκτός από αυτά που ο ίδιος ο Διόδωρος αναφέρει στο έργο του Ιστορική Βιβλιοθήκη, με μια μόνο εξαίρεση, που είναι το έργο του Άγιου Ιερώνυμου με το όνομα Χρονολογία, γραμμένο στο έτος Αβραάμ 968 (δηλαδή το 49 π.Χ.), ο οποίος γράφει: “Διόδωρος ο Σικελός, συγγραφέας Ελληνικής ιστορίας, θαυμάσιος” [1].

Ο ίδιος ο Διόδωρος λέει (1.4.4) ότι γεννήθηκε στο Αργύριο της Σικελίας, μια από τις αρχαιότερες Ελληνικές αποικίες στο νησί. Ο Διόδωρος λέει επίσης (4.24) ότι την πόλη είχε ιδρύσει ο Ηρακλής και ότι οι κάτοικοι τον λάτρευαν στο ίδιο μέτρο που λάτρευαν τους Ολύμπιους θεούς. Η δήλωση αυτή θεωρείται πιθανή λόγω της σημασίας που η πόλη απέδιδε στην καταγωγή της από τον ημίθεο ήρωα. Στην περιοχή Αργυρίου έχουν βρεθεί μόνο δυο Ελληνικές επιγραφές, εκ των οποίων η μια αναφέρει ότι είναι ο τάφος του “Διόδωρου του Απολλωνίου”.

Γνωρίζουμε ότι ο Διόδωρος άρχισε να συλλέγει πληροφορίες για το έργο του ήδη από την εποχή της εκατοστής ογδοηκοστής Ολυμπιάδας (60/59-57/56π.Χ.), στη διάρκεια της οποίας επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1.44.1). Λέει λοιπόν ο Διόδωρος ότι στην Αίγυπτο είδε τον όχλο να ζητάει – και προφανώς να πετυχαίνει – τον θάνατο ενός ανθρώπου που βρισκόταν εκεί σαν μέλος κάποιας πρεσβείας από τη Ρώμη, γιατί είχε σκοτώσει τυχαία μια γάτα, και αυτό παρά το δέος που οι Αιγύπτιοι είχαν απέναντι στους Ρωμαίους, και παρά το γεγονός ότι ο “βασιλιάς τους ο Πτολεμαίος δεν είχε ακόμα χρισθεί φίλος της Ρώμης (1.83.8). Ο Πτολεμαίος ο Αυλητής, ο τελευταίος κατ' όνομα ανεξάρτητος Επίγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και βασιλιάς της Αιγύπτου κατά την Ελληνιστική Εποχή, είχε ανέβει στον Αιγυπτιακό θρόνο το 80 π.Χ. Χρειάστηκε να περιμένει είκοσι χρόνια, περίοδο κατά την οποία η Ρωμαϊκή Γερουσία ούτε τον ανεγνώριζε, ούτε όμως και τον εκδίωξε, μέχρι να τον αναγορεύσουν οι Ρωμαίοι “φίλο”, ύστερα από τις προσπάθειες του Πομπήιου το 59 π.Χ [2]. Οι Ρωμαϊκές πηγές δεν αναφέρουν καμιά τέτοια πρεσβεία, αλλά το τεράστιο ποσόν που ο Καίσαρας και ο Πομπήιος απαίτησαν από τον Πτολεμαίο σε αντάλλαγμα για την αναγνώρισή του, σίγουρα προκάλεσε κάποιου είδους διπλωματικές επαφές στην Αίγυπτο. Μπορούμε επίσης εύλογα να υποθέσουμε ότι η διπλωματική αυτή αποστολή, δηλαδή η πρεσβεία από τη Ρώμη, πρέπει να έφτασε στην Αίγυπτο λίγο μετά την πρώτη Ιανουαρίου, όταν ο Καίσαρας ανέλαβε την αρχή στη Ρώμη. Προφανώς ο Διόδωρος ήταν μέλος αυτής της αποστολής. Επομένως βρέθηκε στην Αίγυπτο το 59 π.Χ. Δεν είναι γνωστή η διάρκεια της παραμονής του εκεί.

Ο Διόδωρος είχε ήδη αρχίσει το έργο του από το 56 π.Χ. Αυτό είναι προφανές από τα αναφερόμενα στο κεφάλαιο 1.44, στο οποίο καταγράφει τον αριθμό των ετών κατά τα οποία η Αίγυπτος ήταν κάτω από ξένη κατοχή. Οι τελευταίοι ξένοι που είχαν καταλάβει την Αίγυπτο ήταν οι Έλληνες Μακεδόνες, των οποίων η δυναστεία στην Αίγυπτο διήρκεσε διακόσια εβδομήντα έξι χρόνια. Εφόσον λοιπόν ο ίδιος ο Διόδωρος τοποθετεί την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο το 331 π.Χ. (17.49), πρέπει να είχε αρχίσει το έργο του “Ιστορική Βιβλιοθήκη” από το 56 π.Χ.

Το τελευταίο επίκαιρο γεγονός που αναφέρει ο Διόδωρος είναι μια αναφορά στο Ταυρομένιον της Σικελίας και λέει (16.7.1) ότι ο “Καίσαρας μετέφερε τους κατοίκους της πόλης από την πατρίδα τους και την μετέτρεψε σε Ρωμαϊκή αποικία”. Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, έγινε το 36 π.Χ., ή λίγο μετά, αφού ο Αππιανός στο έργο του Εμφύλιοι Πόλεμοι (5.109) λέει ότι η πόλη, το 36 έκλεισε τις πύλες της στον Οκταβιανό ο οποίος την ίδια μέρα ενεπλάκη σε ναυμαχία με τον Σέξτο Πομπήιο στην οποία έχασε όλα σχεδόν τα πλοία του και παραλίγο τη ζωή του. Η καταστροφή αυτή θα είχε αποφευχθεί αν η πόλη είχε δεχθεί να τον φιλοξενήσει με το στρατό του. Είναι λοιπόν φυσικό να είχε μεγάλη οργή κατά της πόλης και αυτό μπορεί να ήταν το κίνητρο για τη τρομερή τιμωρία που της επιφύλαξε [3]. Η ίδρυση αυτής της αποικίας τοποθετείται το 21 π.Χ. έτος κατά το οποίο, σύμφωνα με τον Κάσσιο Δίο (54.7), ο Αύγουστος αναγνώρισε τη Σικελία. Είναι πάντως μάλλον απίθανο αυτή η πράξη εκδίκησης να καθυστέρησε δεκαπέντε χρόνια, με την ευκαιρία μια απλής διοικητικής ενέργειας, όπως ήταν η αναγνώριση της Σικελίας.

Το γεγονός ότι το Ταυρομένιο έγινε Ρωμαϊκή αποικία το 36 π.Χ. (ή λίγο αργότερα) και ότι ο Διόδωρος άρχισε να συγγράφει την ιστορία του (ή τουλάχιστον να την αναθεωρεί) τον ίδιο χρόνο (ή το πολύ ένα χρόνο αργότερα), ενισχύεται από δυο ακόμα σκέψεις. Ο Διόδωρος μας πληροφορεί (1.4.1) ότι ασχολήθηκε για τριάντα χρόνια με τη συγγραφή της ιστορίας του, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι μέσα στην χρονική αυτή περίοδο συμπεριλαμβάνει τα ταξίδια που έκανε και τους κινδύνους που αντιμετώπισε στις επισκέψεις που έκανε στις σημαντικότερες περιοχές για τις οποίες είχε υπόψη του να γράψει. Η απαρχή αυτής της περιόδου πρέπει σίγουρα να είναι πριν από το 59 π.Χ., όταν βρέθηκε στην Αίγυπτο, γιατί είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι πριν από το ταξίδι του εκεί είχε ανατρέξει στα βιβλία παλαιότερων συγγραφέων για την Αίγυπτο. Επίσης, αν λάβουμε υπόψη μας τον μεγάλο θαυμασμό του Διόδωρου για τους Ρωμαίους, δύσκολα μπορούμε να τον φανταστούμε να λέει ότι οι Μακεδόνες ήταν οι τελευταίοι ξένοι κατακτητές της Αιγύπτου, αν έγραφε την ιστορία του μετά την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 30 π.Χ. Αυτό συμφωνεί με τα γραφόμενα του Σουίδα [4] ότι ο Διόδωρος “άκμασε” την εποχή του Αυγούστου Καίσαρα και πριν από αυτόν [5].

Όπως ο ίδιος μας λέει, ο Διόδωρος θέλησε να συγγράψει τη ή τα παγκόσμια γεγονότα (αι κοιναί πράξεις) [6] της οικουμένης, με άλλα λόγια μια παγκόσμια ιστορία, αρχίζοντας από γενική ιστορία” (αι κοιναί ιστορίαι) [7] Δημιουργία του Κόσμου μέχρι τις ημέρες του. Χρησιμοποιεί συχνά το επίθετο της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας “κοινός” που σημαίνει γενικός, τόσο συχνά μάλιστα, που μπορούμε να πούμε ότι με τη σημασία της λέξης αυτής θέλει να δηλώσει το βαθμό δυσκολίας που συνεπάγεται η ανάληψη ενός τέτοιου έργου. Στη δεκαετία ανάμεσα στα 70 και 60 π.Χ. επισκέφτηκε πολλά σημεία των ακτών της Μεσογείου, όσα τουλάχιστον είχε καταλάβει ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος. Η Αίγυπτος ήταν ακόμα ανεξάρτητη, τουλάχιστον κατ' όνομα, αφού ουσιαστικά, ο βασιλιάς της παρέμενε στο θρόνο του ελέω της Ρωμαϊκής Γερουσίας. Η Ρωμαίοι, αφού καθάρισαν τη Μεσόγειο από τους πειρατές που μέχρι τότε τη λυμαίνονταν, προχώρησαν να κατακτήσουν “όλη την οικουμένη” (1.4.3). Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος ο Διόδωρος υπήρξε αυτοπρόσωπος μάρτυρας των μεγαλοπρεπών τελετών που ακολούθησαν την προσάρτηση της Ανατολής στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή έμαθε γι' αυτές από άλλους. Ο μεγάλος Θρίαμβος του Πομπήιου έλαβε χώρα στη Ρώμη το 61 π.Χ. και στη διάρκειά του ανακοινώθηκε ότι ο στρατηγός είχε κατακτήσει δεκατέσσερα έθνη και είχε φέρει στα ταμεία του κράτους είκοσι χιλιάδες τάλαντα, ποσό σχεδόν διπλάσιο από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό. Οι Ρωμαίοι ήταν έτοιμοι να πραγματοποιήσουν το όραμα των Στωικών περί “παγκόσμιας πόλεως”. Όλος ο γνωστός κόσμος, η οικουμένη όπως έλεγαν οι αρχαίοι, δηλαδή όλες οι – γνωστές - κατοικούμενες περιοχές, γίνονταν, η μια μετά την άλλη, Ρωμαϊκές επαρχίες, αποκτούσαν έναν “κοινό” πολιτισμό, μια “κοινή” κοινωνία. Ο Διόδωρος μιλάει για “κοινή ζωή” στο βαθμό που όλος ο κόσμος της Μεσογείου είχε πια κοινά ενδιαφέροντα και κοινά συμφέροντα. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη (ίσως και μοναδική) συνεισφορά των Ρωμαίων στην παγκόσμια ιστορία: ότι έφεραν κοντά τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς και λαούς όπως οι Έλληνες, οι Σύριοι, οι Ίβηρες, οι Ρωμαίοι κλπ. Καταργήθηκαν οι περιορισμοί που δεν επέτρεπαν σε έναν κάτοικο μια Μεσογειακής πόλης να ζήσει σε μια άλλη πόλη από αυτή που γεννήθηκε. Και βέβαια, η ιστορία αυτών των λαών ενδιέφερε όλους, εφόσον το παρελθόν κάθε λαού συνεισέφερε στον κοινό πολιτισμό που ήθελαν – και είχαν συμφέρον – να προωθήσουν οι νέοι κυρίαρχοι του κόσμου, οι Ρωμαίοι. Οι ιστορικοί γνωρίζουν καλά ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν – και είναι – στόχος όλων των Αυτοκρατοριών, από καταβολής της ιστορίας. Η διαφορά είναι μόνο στο βαθμό επιτυχίας της από τους επίδοξους πλανητάρχες.

Ο Διόδωρος μας πληροφορεί (1.4.1) ότι προετοιμάζοντας το έργο του χρειάστηκε να περάσει πολλές δυσκολίες και κινδύνους σε όλες τις σημαντικές περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας. Πάντως, η μόνη χώρα που αποδεδειγμένα φαίνεται να έχει επισκεφτεί είναι η Αίγυπτος. Πιθανόν να ανέβηκε το Νείλο μέχρι τη Μέμφιδα, γιατί αναφέρει στο έργο του το ιερό της Ίσιδας που “ξεχωρίζει μέχρι σήμερα στην ιερή περιοχή του Ήφαιστου” (1.22.2). Όλες οι άλλες περιγραφές που δίνει στο έργο του σχετικά με τη θαυμαστή αυτή χώρα θα μπορούσε να τις είχε βρει σε άλλες σύγχρονες και προγενέστερες λογοτεχνικές πηγές. Η μόνη άλλη περιοχή στην οποία λέει ότι έχει ζήσει, είναι η Ρώμη, στην οποία βρήκε πολλές από τις πληροφορίες που αναφέρει στο έργο του (1.4.2). Μάλλον δεν επισκέφτηκε ποτέ τη Μεσοποταμία, γιατί τοποθετεί εσφαλμένα τη Νινευί στον Ευφράτη. Και σίγουρα δεν επισκέφτηκε ποτέ την Αθήνα, γιατί είναι καλύτερα γι' αυτόν να υποθέσουμε ότι δεν είδε ποτέ την Ακρόπολη παρά να ξέρουμε ότι έστω και από μακρυά να την είχε δει, δεν θα αναγνώριζε το μεγαλείο της και δεν θα την ανέφερε πουθενά.

Ο Διόδωρος μας λέει ότι, προετοιμάζοντας τη συγγραφή της ιστορίας του, εκτός από τα πολλά ταξίδια του, αναγκάστηκε να αποκτήσει “πολλή εμπειρία” (1.4.4) στη γλώσσα των Ρωμαίων, με τις επαφές που είχε μαζί τους στη Σικελία. Οι γνώσεις του όμως των Λατινικών αμφισβητήθηκαν από πολλούς συγχρόνους του – και όχι μόνο – γιατί όπου επιχείρησε να εκφράσει στα λατινικά τις σκέψεις του, η λέξεις που επέλεξε ήταν λάθος.

Ξεκινάει ο Διόδωρος την ιστορία του από τη μυθολογία και φτάνει μέχρι το 59 π.Χ., το χρόνο ανόδου στην εξουσία του Ιουλίου Καίσαρα. Από τα σαράντα Βιβλία της σώζονται μόνο τα πέντε πρώτα, αν και αποσπάσματα των υπολοίπων βρίσκονται στα έργα άλλων συγγραφέων, με κυριότερο τον Βυζαντινό Ευσέβιο, αλλά και σε άλλους Βυζαντινούς δοξογράφους. Σύμφωνα με σχέδιο του ίδιου του Διόδωρου (1.4.6)-7), τα Βιβλία πρώτο ως πέμπτο περιλαμβάνουν την περίοδο από τον Τρωικό πόλεμο και τα πρώτα τρία ασχολούνται με την ιστορία των βαρβάρων (δηλαδή των μη-Ελλήνων). Τα επόμενα έντεκα (από το έκτο μέχρι και το δέκατο έβδομο) παρουσιάζουν την παγκόσμια ιστορία από τον Τρωικό πόλεμο μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τα τελευταία είκοσι τρία φθάνουν μέχρι την αντιβασιλεία του Ηρώδη το 61/60 π.Χ. Δεν προσπαθεί καν να χρονολογήσει τα πριν του Τρωικού πολέμου γεγονότα, και απλά αναφέρει ότι για την περίοδο πριν τον Τρωικό Πόλεμο δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές. Τα επόμενα γεγονότα χρονολογεί σύμφωνα με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο και λέει ότι από τον Τρωικό Πόλεμο (1184 π.Χ.) μέχρι την επιστροφή των Ηρακλειδών (1104 π.Χ.) μεσολαβούν ογδόντα χρόνια, άρα τριακόσια είκοσι οκτώ χρόνια μέχρι την πρώτη Ολυμπιάδα (776/775 π.Χ.) και από την πρώτη Ολυμπιάδα μέχρι την έναρξη των Κελτικών Πολέμων (που δεν πρόλαβε ο Απολλόδωρος) ο Διόδωρος υπολογίζει εφτακόσια τριάντα χρόνια. Η χρονολόγηση αυτή δεν μπορεί να είναι σωστή, αφού το άθροισμα των χρόνων αυτών, 80 + 328 + 730 = 1138. Όμως επτακόσια τριάντα χρόνια μετά την πρώτη Ολυμπιάδα είναι το 46/45 π.Χ., και η ιστορία του δεν μπορεί να έφτασε μέχρι τότε, γιατί ο ίδιος λέει ότι το τελευταίο γεγονός που καταγράφει είναι η συνωμοσία κατά του Κατιλίνου που έγινε το 63 π.Χ.

Τα περιεχόμενα των βιβλίων του, εν συντομία, είναι:
Βιβλίο 1
Μύθοι, βασιλιάδες, ήθη και έθιμα της Αιγύπτου
Βιβλίο 2
Ιστορία της Ασσυρίας, περιγραφή των Ινδιών, της Σκυθίας, Αραβίας, και των νήσων του Ωκεανού
Βιβλίο 3
Αιθιοπία, Αμαζόνες, Ατλαντίδα και προέλευση των θεών
Βιβλίο 4
Οι κυριότεροι θεοί των Ελλήνων, Αργοναύτες, Θησέας, οι Επτά Επί Θήβαις
Βιβλίο 5
Νήσοι και κάτοικοι των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, Ρόδου και Κρήτης
Βιβλία 6-10
Αποσπάσματα από τον Τρωικό Πόλεμο μέχρι το 480 π.Χ.
Βιβλίο 11
Από το 480 μέχρι το 451 π.Χ.
Βιβλίο 12
Από το 450 μέχρι το 416 π.Χ.
Βιβλίο 13
Από το 415 μέχρι το 405 π.Χ.
Βιβλίο 14
Από το 404 μέχρι το 387 π.Χ.
Βιβλίο 15
Από το 386 μέχρι το 361 π.Χ.
Βιβλίο 16
Από το 320 μέχρι το 336 π.Χ.
Βιβλίο 17
Από το 335 μέχρι το 324 π.Χ.
Βιβλίο 18
Από το 323 μέχρι το 318 π.Χ.
Βιβλίο 19
Από το 317 μέχρι το 311 π.Χ.
Βιβλίο 20
Από το 310 μέχρι το 302 π.Χ.
Βιβλία 21-40
Αποσπάσματα, από το 301 μέχρι το 60 π.Χ.

Λέει λοιπόν ο Διόδωρος, ότι η καταγραφή της παγκόσμιας ιστορίας ήταν γι' αυτόν πόνον μὲν ἂν πολὺν ὑπομείναι δῆλον ὅτι " δηλαδή κάτι πολύ κοπιαστικό (1.3.6), αναλογιζόμενος προφανώς τη δύσκολη εργασία που είχε ήδη κάνει [8], και εννοώντας ότι χρειάστηκε να μαζέψει υλικό από πολλούς παλαιότερους συγγραφείς οι οποίοι έλεγαν τόσο διαφορετικά πράγματα. Πιθανόν να ήθελε με τον τρόπο αυτόν να πληροφορήσει το κοινό του ότι δεν έπρεπε να περιμένει τίποτε παραπάνω από συλλογή πληροφοριών από έργα παλαιοτέρων συγγραφέων. Εξάλλου, ο τίτλος που έδωσε στο έργο του: Ιστορική Βιβλιοθήκη [9], είναι άλλη μια ένδειξη ότι ο Διόδωρος δεν ήθελε παρά να δώσει μια περίληψη των πληροφοριών που ήδη υπήρχαν στα βιβλία άλλων συγγραφέων. Ο ερανισμός του Διόδωρου από τα έργα πολλών συγγραφέων, τους ο οποίους και κατονομάζει, απασχόλησε πολύ τους ειδικούς. Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι ο Διόδωρος απλά αντέγραψε εκτεταμένα κομμάτια από ένα συγκεκριμένο συγγραφέα για πολλά κεφάλαια ή και Βιβλία του έργου του. Αργότερα η ακραία αυτή κριτική άποψη υποχώρησε με την ανάδυση νέων δεδομένων τα οποία αποδεικνύεται ότι σε κάθε κεφάλαιο του έργο του, έχει επεξεργαστεί πληροφορίες από περισσότερους του ενός συγγραφείς. Σήμερα πιστεύουμε ότι ο Διόδωρος, σε κάθε κεφάλαιο του έργου του, βασίστηκε κυρίως σε έναν συγγραφέα αλλά ταυτόχρονα συμπεριέλαβε στοιχεία και από άλλους. Εμείς πιστεύουμε ότι η αξιοπιστία και η πρωτοτυπία του έργου του Διόδωρου είναι πολύ πιο σημαντικές από ότι σε γενικές γραμμές δέχονται οι σύγχρονοι ιστορικοί και ότι η επιλογή του από έργα παλαιοτέρων συγγραφέων είναι πολύ ευρύτερη από αυτήν που του καταλογίζουν οι κριτικοί του [10].

Δυστυχώς, ο Διόδωρος έκανε ένα σοβαρό λάθος, και εξαιτίας αυτού του λάθους δεν μπόρεσε να παρουσιάσει συνεπή ιστορική αναδρομή των περιόδων με τις οποίες ασχολήθηκε: μόλις καταπιανόταν με μια συγκεκριμένη περίοδο η οποία θα του επέτρεπε να προσδιορίσει ακριβώς χρονολογίες, αμέσως έπαυε να είναι ιστορικός και μετατρεπόταν σε χρονικογράφο ή δοξογράφο, δηλαδή προσπαθούσε να παρουσιάσει για κάθε έτος τα γεγονότα που αφορούσαν στην Ελλάδα, στη Σικελία, στην Αφρική και στην Ιταλία ταυτόχρονα. Έδινε δηλαδή μια συγχρονιστική άποψη της παγκόσμιας ιστορίας. Αυτό σήμαινε ότι για κάθε σειρά συναφών γεγονότων τα οποία όμως συνέβαιναν στη διάρκεια πολλών ετών, ή έπρεπε να διακόπτει την εξιστόρησή τους τόσες φορές όσα μεσολαβούσαν έτη, ή έπρεπε να τα συνθλίψει σε ένα μόνο έτος. Επίσης προσπάθησε να συντονίσει το ρωμαϊκό έτος – που άρχιζε την πρώτη Ιανουαρίου – με το Αθηναϊκό έτος – που άρχιζε γύρω στα μέσα Ιουλίου. Ο ίδιος ο Διόδωρος αναγνώρισε τα προβλήματα της χρονογραφικής του αντιμετώπισης (20.43.7), αλλά εξακολουθούσε να θεωρεί ότι η παρουσίαση των γεγονότων με τη σειρά που συνέβησαν, έδινα μια πιο σαφή εικόνα της ιστορίας.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι, όπως λέει στην Εισαγωγή στο Πρώτο Βιβλίου του, η ιστορία του φθάνει μέχρι το έτος 60/59π.Χ. Όμως σε τρία άλλα σημεία του έργου του (3.38.2, 5.21.2, 5.22.1) υπόσχεται να αναφερθεί λεπτομερέστερα στα γεγονότα της Βρετανίας, όταν θα ασχοληθεί με τις πράξεις του Γάιου Καίσαρα. Επίσης – όπως είπαμε παραπάνω – στη Χρονολογία του λέει ότι η ιστορία του τελειώνει χίλια εκατόν τριάντα οκτώ χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Τα δυο αυτά γεγονότα σημαίνουν ότι η ιστορία του Διόδωρου θα έπρεπε να φθάνει μέχρι το 46/45 π.Χ.

Ορισμένοι ιστορικοί (όπως ο Schwartz) συνάγουν ότι ο Διόδωρος βρήκε τις χρονολογίες αυτές από κάποιο έργο άλλου συγγραφέα που πιθανόν να είχε στη διάθεσή του. Αυτό όμως είναι σαν να τον κατηγορούμε όχι μόνο για απροσεξία, αλλά και για ηλιθιότητα. Εμείς θεωρούμε πιο λογικό να υποθέσουμε ότι όταν ξεκίνησε να γράφει την ιστορία του, η πρόθεσή του ήταν να φθάσει μέχρι το 46/45 π.Χ. Πράγματι η χρονολογία αυτή θα ήταν ιδανική για το κλείσιμο του έργου του: Τον Μάρτιο του 45 π.Χ. ο Καίσαρας αντιμετώπισε και νίκησε τον στρατό των Δημοκρατικών που είχαν στραφεί εναντίον του, φέρνοντας έτσι σε πέρας την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Ο Διόδωρος όμως γέρναγε και είχε ίσως κουραστεί. Εγκατέλειψε λοιπόν τον αρχικό του σχεδιασμό και σταμάτησε το 60/59 π.Χ., μια χρονιά κατά την οποία ο Καίσαρας, ο Πομπήιος και ο Κράσσος συμφώνησαν και συμμάχησαν, γεγονός που σήμανε μια νέα εποχή για Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όσο για “χίλια εκατόν τριάντα οκτώ χρόνια”, υπάρχουν δυο ερμηνείες. Αν δεχθούμε ότι μερικά από τα Βιβλία του (και πιθανότερο τα πρώτα) έφθασαν στο κοινό πριν ο ίδιος τα αναθεωρήσει και τα εκδώσει στο σύνολό τους, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είτε θεώρησε περιττό να διορθώσει το άθροισμα των χρόνων είτε το έκανε, αλλά σε εμάς έφτασε η μη διορθωμένη έκδοση.

Η προσεκτική μελέτη του έργου του μας δίνει τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε τις απόψεις και τα ενδιαφέροντα του Διόδωρου. Μπορούμε πράγματι να εντοπίσουμε σημεία που εκφράζει δικές του απόψεις και όχι αυτές των πηγών του. Επανειλημμένα, και όχι μόνο στην Εισαγωγή στο Πρώτο Βιβλίο του, υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της ιστορίας, σε αντίθεση με την αφηγηματική της απόλαυση, ένα από τα δόγματα των Στωικών. Στο σύνολο του έργου του είναι προφανές ότι σκοπός του δεν είναι να διασκεδάσει τον αναγνώστη, αλλά να τον προβληματίσει, να τον διδάξει και να αποδείξει ότι οι καλοί ανταμείβονται ενώ οι φαύλοι τιμωρούνται. Μας λέει ότι από τα ήθη και έθιμα των Αιγυπτίων, θα αναφέρει μόνο όσα θα είναι χρήσιμα στον αναγνώστη του (1.69.2), από τους νόμους τους, μόνο όσους θα ενδιαφέρουν τον αναγνώστη (1.77.1). Μας λέει (11.46.1) ότι σκοπεύει να ενισχύσει την καλή υστεροφημία των αγαθών ανδρών, υπογραμμίζοντας τις πράξεις τους, και να αποσοβήσει τις πράξεις των φαύλων. Αυτό ακριβώς κάνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση του θανάτου του Παυσανία και η ήττα στα Λεύκτρα του δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσει την τιμωρία που περιμένει τους άδικους και αλαζόνες, ενώ ο Γέλων (11.36.6) και ο Παυσανίας (15.88.1) απολαμβάνουν αμέριστο έπαινο.

Περισσότερο από κάθε άλλον αρχαίο ιστορικό, ο Διόδωρος αντιπροσωπεύει την άποψη ότι η ιστορία διδάσκει τον αναγνώστη να επιλέγει το καλό απέναντι στο φαύλο. Περιγράφει λεπτομερέστατα τη μοίρα των διαφόρων ηγετών των Φωκέων που είχαν τολμήσει να καταχραστούν τους θησαυρούς στους Δελφούς. Πώς μια γυναίκα που είχε κλέψει το περιδέραιο της Ελένης κατέληξε πόρνη, ενώ μια άλλη που είχε φορέσει το περιδέραιο της Εριφύλης, κάηκε ζωντανή στο σπίτι της από το ίδιο της το γιο. Ο Φίλιππος, αφετέρου, που υπερασπίστηκε το μαντείο, απέκτησε μεγάλη δύναμη και έγινε ο κραταιότερος ηγεμόνας στην Ελλάδα. Οι μεγάλοι σεισμοί στην Πελοπόννησο το 373 π.Χ. οφείλονται σίγουρα στη μήνη των θεών, ιδιαίτερα του Ποσειδώνα. Παραδέχεται ότι οι φιλόσοφοι είχαν δώσει άλλη εξήγηση, αλλά νομίζει ότι έκαναν λάθος, και αποδεικνύει (15.48) ότι η καταστροφή οφείλεται μόνο στη μήνη του Ποσειδώνα. Υπογραμμίζει τις αρετές των ανθρώπων όπως ο Ηρόδοτος, αλλά δεν φαίνεται μα έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία (1.74.7, 13.95.1), σε αντίθεση με αυτόν.

Είναι σαφές ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ίσως, δεν επιτρέπουν να κατατάξουμε τον Διόδωρο ανάμεσα στους ιστορικούς της αρχαιότητας. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι στη συγγραφή του έργου του χρησιμοποίησε τις καλύτερες διαθέσιμες πηγές και τις αναπαρήγαγε με ακρίβεια. Το Πρώτο Βιβλίο του,που αναφέρεται αποκλειστικά στην Αίγυπτο, αποτελεί την πληρέστερη περιγραφή της χώρας, μετά από αυτή του Ηροδότου. Τα Βιβλία Δεύτερο ως Πέμπτο είναι ασαφή γιατί αναφέρονται σε μυθολογικά θέματα. Για την περίοδο από το 480 μέχρι το 301 π.Χ., την οποία χειρίζεται χρονογραφικά, και για την οποία χρησιμοποιεί σαν κύρια πηγή τον Έφορο, η περιγραφή του είναι εν μέρει μόνο αξιόπιστη, ανάλογα με το βαθμό που ακολουθεί την κύρια πηγή του. Ιδιαίτερα για την πεντηκονταετία 480-430 π.Χ., για την οποία ο Θουκυδίδης αφιερώνει μόλις λίγο παραπάνω από τριάντα κεφάλαια, ο Διόδωρος καλύπτει πλήρως (11.37 – 12.38) και αποτελεί την κυριότερη ιστορική χρονολόγηση της περιόδου. Η σημασία της ιστορίας του Διόδωρου είναι πολύ μικρότερη για την περίοδο 430-362 π.Χ., κυρίως γιατί για την ίδια περίοδο έχουμε τις ιστορήσεις των Θουκυδίδη και Ξενοφώντα. Για την περίοδο 362-302 π.Χ. ο Διόδωρος αποτελεί σημαντική πηγή, κυρίως γιατί τα έργα των ιστορικών που καλύπτουν την περίοδο (η Επιτομή του Ιουστίνου, η Φιλίππου Ιστορίαι του Πομπήιου Τρόγου, η Ανάβασις του Αρριανού και η Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Κούρτιου Ρούφου) έφτασαν μέχρι των ημερών μας αποσπασματικά. Για την περίοδο των Επιγόνων (323-302), ο Διόδωρος χρησιμοποιεί εν μέρει την Ιστορία του Ιερώνυμου, ενός σημαντικού ιστορικού του οποίου επίσης το έργο είναι χαμένο, και ο οποίος είχε περιγράψει με σημαντική ιστορική ικανότητα τα γεγονότα που είχε ζήσει όταν υπηρετούσε στην αυλή των Επιγόνων Ευμένη και Αντίγονου. Όσο για την ιστορία της Σικελίας, οι ιστορικοί παραδέχονται ότι χωρίς τον Διόδωρο, η ιστορία του νησιού θα ήταν σχεδόν άγνωστη.

Η φιλολογική αξία του έργου του Διόδωρου είναι αναμφισβήτητα σημαντική, γεγονός που παραδέχονται και οι πιο αυστηροί κριτικοί του. Αποφεύγει συστηματικά τις ρητορικές ακρότητες, πράγμα που υπόσχεται στην Εισαγωγή στο Εικοστό Βιβλίο του, παρόλο που το αναγνωστικό κοινό της εποχής του ήταν συνηθισμένο σε αυτές. Αποφεύγει τις μακροσκελείς προτάσεις, ακολουθώντας το παράδειγμα του Θουκυδίδη, τον οποίο προφανώς γνώριζε. Επίσης, φαίνεται ότι πρόσεξε ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες της αφήγησής του, και τα όποια λάθη του οφείλονται περισσότερο στις πηγές του παρά στον ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου